ιθύνων, -ουσα, -ον

ιθύνων, -ουσα, -ον
1. ο επικεφαλής, αυτός που κυβερνά ένα κράτος ή διευθύνει μια επιχείρηση: Ιθύνοντες της πολιτείας.
2. «ιθύνουσα τάξη», έτσι λέγεται η τάξη που έχει κάπου την εξουσία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ιθύνων — ουσα, ον βλ. ιθύνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”